walker$91020$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

walker$91020$ - translation to ελληνικό

FAMILY NAME
Walker Family; T. Walker; W. Walker; A. Walker; F. Walker; J Walker; J. Walker; Walker (last name); Walker (family name); Representative Walker

walker      
n. πεζοπόρος, περιπατητής, στράτα
street walker         
  • This woman used in prostitution in Western Europe is forced through threats and intimidation to give all earnings to her trafficker.
PROSTITUTION SET IN A PUBLIC PLACE
Streetwalker; Streetwalking; Street prostitute; Street prostitutes; Street Walkers; Street walker; Street-walker; Street hustler
γυναίκα του δρόμου
night walker         
NOVEL BY DONALD HAMILTON
Mask For Danger
νυχτοπερπατητής

Ορισμός

baby walker
¦ noun Brit. a wheeled frame in which a baby is suspended in a harness and can move itself about with its feet.

Βικιπαίδεια

Walker (surname)

Walker is an English and German surname.

With close to 100,000 bearers, Walker is the 18th most common surname in England. As of the 2000 U.S. Census, 501,307 people had the surname Walker, making it the 28th most common surname in America. It is the 14th most common surname in Australia, with 26,688 people as of 2007.